υψηλός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. ὑψηλός], ο υψηλός· βλ. και λ. αψηλός. Επίρρ. υψηλά. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
-
βλέπω αφ’ υψηλού (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω με ακαταδεξία, με
υπεροψία κάποιον ή κάτι, γιατί θεωρώ τον εαυτό μου κατά πολύ ανώτερό του ή,
γιατί αυτό που κατέχω είναι κατά πολύ καλύτερο από κάποιο παρόμοιο δικό του:
«απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, μας βλέπει αφ’ υψηλού || επειδή
αγόρασε Μερσεντές, βλέπει αφ’ υψηλού το Φιατάκι μου»·
-
είναι υψηλού επιπέδου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. επίπεδο·
-
έχει υψηλές γνωριμίες, βλ. λ. γνωριμία·
-
η υψηλή αριστοκρατία, βλ. λ. αριστοκρατία·
-
η υψηλή κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
-
κοιτάζω αφ’ υψηλού (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. βλέπω αφ’ υψηλού
(κάποιον ή κάτι)·
- κρίνω αφ’ υψηλού (κάποιον), κρίνω με υπεροψία κάποιον, γιατί
θεωρώ τον εαυτό μου κατά πολύ ανώτερό του: «είναι κακό να κρίνεις αφ’ υψηλού
τους άλλους επειδή είσαι πλούσιος»·
- ομάδα υψηλού κινδύνου, βλ. λ. κίνδυνος·
-
υπό την υψηλή προστασία του…, βλ. λ. προστασία·
-
υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, βλ. λ. πρόσωπο·
- υψηλή θέση, βλ. λ. θέση.